ὑπόσκιος — overshadowed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόσκιος — α, ο / ὑπόσκιος, ον, ΝΜΑ σκιερός αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από σκιά 2. αυτός που γίνεται κάτω από σκιά («ὑπόσκιοι περίπατοι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. σύ σκιος] … Dictionary of Greek
ὑπόσκιον — ὑπόσκιος overshadowed masc/fem acc sg ὑπόσκιος overshadowed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσκίοις — ὑπόσκιος overshadowed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσκίοισιν — ὑπόσκιος overshadowed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσκίους — ὑπόσκιος overshadowed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσκίων — ὑπόσκιος overshadowed masc/fem/neut gen pl ὑ̱ποσκίων , ὑποσκιάω imperf ind act 3rd pl ὑ̱ποσκίων , ὑποσκιάω imperf ind act 1st sg ὑποσκιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑποσκιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσκίῳ — ὑπόσκιος overshadowed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσκιόεις — εσσα, εν, Α υπόσκιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκιόεις «σκιερός»] … Dictionary of Greek
υποσκιώ — άω, Α [ὑπόσκιος] (ποιητ. τ.) υποσκιάζω … Dictionary of Greek